- υδατέγχυμα
- Ειδική περίπτωση παρεγχύματος, δηλαδή θεμελιώδους φυτικού ιστού. Υ. συναντιέται σε φυτά που έχουν ανάγκη να αποταμιεύουν νερό όπως οι κάκτοι. Στις περιπτώσεις αυτές ο τύπος του παρεγχύματος συγκροτείται από κύτταρα μεγάλα, με λεπτά τοιχώματα, με λίγη ή καθόλου χλωροφύλλη, με λεπτή ζώνη περιφερεικού κυτοπλάσματος και με ένα μεγάλο χυμοτόπιο που περιέχει σημαντική ποσότητα νερού.
* * *το, Νβοτ. τύπος παρεγχύματος τού οποίου τα κύτταρα αποταμιεύουν μεγάλες ποσότητες νερού, αλλ. υδροφόρο παρέγχυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + έγχυμα].
Dictionary of Greek. 2013.